- φτερνοκοπώ
- φτερνοχτυπώ μετ. ударять, бить пяткой или шпорой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτερνοκοπώ — πτερνοκοπῶ, έω, ΝΑ, και φτερνοκοπώ, άω, Ν φτερνοχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα / πτέρνη + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ] … Dictionary of Greek
φτερνοκοπώ — φτερνοκόπησα 1. χτυπώ κάτι με τη φτέρνα, δίνω φτερνιά (βλ. λ.), ποδοπατώ, ιδίως χτυπώ το έδαφος με τη φτέρνα, ποδοκροτώ, κάνω θόρυβο σε θέατρο με το χτύπημα των φτερνών στο έδαφος σε ένδειξη αποδοκιμασίας. 2. χτυπώ με το φτερνιστήρι, με το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
πτερνοκοπώ — έω, Α βλ. φτερνοκοπώ … Dictionary of Greek
φτερνοκόπημα — και πτερνοκόπημα, το, Ν [φτερνοκοπώ / πτερνοκοπώ] φτερνοχτύπημα … Dictionary of Greek
φτερνοκόπι — το, Ν [φτερνοκοπώ] φτερνοκόπημα … Dictionary of Greek
πτερνοκοπώ — βλ. φτερνοκοπώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερνοχτυπώ — φτερνοχτύπησα, φτερνοκοπώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)